στηλίον

στηλίον
στηλ-ίον, τό,= foreg., Supp.Epigr.2.432.5 (Macedonia, iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στηλίον — τὸ, Α [στήλη] στηλίδιο …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”